- υποπράσινος
- -η, -ο, Νκάπως πράσινος, πρασινωπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποπράσινος — η, ο κάπως πράσινος, πρασινωπός, πρασινούλικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
αμίαντος — (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή. * * * (I) η, ο (Α ἀμίαντος, ον) 1. αυτός που δεν μιάνθηκε,… … Dictionary of Greek
μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή … Dictionary of Greek
βολαστονίτης — Πυριτικό ορυκτό του ασβεστίου (Ca3Si3O9). Παρότι μικροσκοπικά εμφανίζεται σε κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος, η έρευνα με ακτίνες Χ απέδειξε ότι κρυσταλλώνεται στο τρικλινές. Συνήθως είναι λευκός, με υαλώδη όψη, ή υποπράσινος. Λιώνεται… … Dictionary of Greek
πυρόξενοι — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών που συμμετέχουν στη σύσταση πολλών πετρωμάτων, πολλές φορές ως θεμελιώδη ορυκτολογικά συστατικά. Ο ιδανικός χημικός τύπος της ομάδας αυτής ορυκτών είναι: R2Si2O6, όπου το R δείχνει το μαγνήσιο Mg2Si2O6,… … Dictionary of Greek